περισαλεύω

περισαλεύω
Α
1. σαλεύω, κουνώ κάτι γύρω γύρω, ολόγυρα
2. μτφ. κλονίζω, καταθορυβώ κάποιον («οὐδὲν τούτων τὸν πατριάρχην περιεσάλευσε», Ιωάνν. Χρυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”